- άεργος
- Αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, o οκνηρός. Αυτός που δεν μπορεί να παράγει έργο.
ά. ή αβατικό ρεύμα.Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που δεν μπορεί να παράγει έργο. Το ά. ρεύμα είναι η μία από τις δύο κάθετες συνιστώσες στις οποίες αναλύεται το άνυσμα της ενεργής έντασης του ρεύματος και είναι κάθετο στην τάση.
ά. αντίσταση ή αντίδραση ή αβατική αντίσταση. Το φανταστικό μέρος της σύνθετης αντίστασης ενός κυκλώματος που δεν οφείλεται στην καθαρή (ωμική) αντίσταση, αλλά στην παρουσία πυκνωτών και επαγωγέων.
* * *-η, -ο1. αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, αργόσχολος, φυγόπονος, τεμπέλης2. (στη Φυσ.) που δεν μπορεί να παράγει έργο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άεργος, αντί άνεργος, < αρχ. τ. ἀεργος «άνεργος», με αναβιβασμό τού τόνου στο προθεματικό στοιχείο τής αρνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.